- κοτυλισκιον
- κοτυλίσκιονκοτῠλίσκιοντό маленькая чашечка Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοτυλίσκιον — κοτυλίσκιον, τὸ (Α) [κοτύλη] ο κοτυλίσκος* … Dictionary of Greek
κοτυλίσκιον — κοτύλη anything hollow neut nom/voc/acc sg κοτυλίσκιον little cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek